υστερόμετρο

υστερόμετρο
το, Ν
ιατρ. βαθμονομημένος καθετήρας για τη μέτρηση τού μήκους τής κοιλότητας τής μήτρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hysterometre < υστέρα «μήτρα» + μέτρο. Η λ., στον λόγιο τ. ὑστερόμετρον, μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υστερόμετρο — το (ιατρ.), εργαλείο με το οποίο καθετηριάζεται η μήτρα (η υστέρα) για καταμέτρηση της κοιλότητάς της, η μητρομήλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υστερομετρώ — έω, Ν [υστερόμετρο] καθετηριάζω με υστερόμετρο την μήτρα …   Dictionary of Greek

  • υστερομέτρηση — η, Ν [υστερομετρώ] η μέτρηση τού μήκους της μήτρας με υστερόμετρο …   Dictionary of Greek

  • υστερομέτρηση — η (ιατρ.), καθετηρίαση της μήτρας με υστερόμετρο (βλ. λ.) για καταμέτρηση της κοιλότητάς της, η υστερομετρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υστερομετρώ — υστερομέτρησα, υστερομετρήθηκα, υστερομετρημένος (ιατρ.), καθετηριάζω τη μήτρα με υστερόμετρο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”