- υστερόμετρο
- το, Νιατρ. βαθμονομημένος καθετήρας για τη μέτρηση τού μήκους τής κοιλότητας τής μήτρας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hysterometre < υστέρα «μήτρα» + μέτρο. Η λ., στον λόγιο τ. ὑστερόμετρον, μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.